- βελτιουμένου
- βελτιόωimprouepres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναίσθηση — η / συναίσθησις, ήσεως, ΝΜΑ [συναισθάνομαι] η ενσυνείδητη γνώση, το να έχει κανείς επίγνωση τής κατάστασής του (α. «δεν έχει συναίσθηση τού καθήκοντος» β. «τὴν αὑτοῡ βελτιουμένου συναίσθησιν», Πλούτ. γ. «συναίσθησις τῆς αὐτοῡ ἀσθενείας», Αρρ.)… … Dictionary of Greek